κράτος

κράτος
κράτος
Grammatical information: n.
Meaning: `strength, power, authority' (Il.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 202 ff.).
Other forms: ep. Ion. (Dor.) also κάρτος, Aeol. κρέτος
Compounds: Often as 1. member, e. g. ἀ-κρατής `without strength, power (over others or over oneself)'; oppos. ἐγ-κρατής `having power over, controlling (oneself)' with ἐγκράτεια, -έω etc.; αὑτο-κρατής `having power over oneself, independent'; more usual αὑτο-κράτωρ `with unlimited power' (Ar., Th.); details in Debrunner FS Tɨèche (Bern 1947) 11f.; also -κρέτης in Aeol. and Arc. Cypr. PN, e. g. Σω-κρέτης.
Derivatives: Beside κράτος, κρέτος there are several adjectives: 1. κρατύς `strong, powerful' (Hom.; only κρατὺς Άργεϊφόντης, verse-end) with κρατύνω, ep. also καρτ- `strengthen, conso;idate, rule' (Il.) with κρατυσμός `strenghtening', κρατυντήριος `id.', -τικός `id.' (medic.), κρατύντωρ `controller' (PMag. Leid.). - 2. κρατερός (Il., A. Pr. 168, anap.), καρτερός (Il.) `id.' (IA.); also as 1. member, e.g. κρατερό-φρων (Il.). καρτερέω, also with prefix, e.g. δια-, `be steadfast, hold out, overcome onseself' (IA.) with καρτερία (Pl., X.), -ρησις (Pl.) `holding on, firmness', -ρικός (Att.); καρτερόω `strengthen' (Aq., Herm.). - 3. κραταιός `id.' (Il.), also as plant-name (Ps.-Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 82); rarely as 1. member, e.g. κραταιό-φρων (PMag.). With κραταιότης = κράτος (LXX), κραταιόω `strengthen' (LXX, NT ) with κραταίωμα, -ωσις (LXX). Fem. κραταιίς (Od.; Schwyzer 385). - 4. Primary comparison: comp. κρείττων, (Atticising) κρείσσων with sec. -ει- for κρέσσων (Ion., Pi.); Dor. κάρρων, Cret. κάρτων; denomin. κρειττόομαι `have excrescences', with κρείττωσις (Thphr.). sup. κράτιστος, ep. κάρτ-, (Il.), with -τεύω `be the best, surpass' (Pi., Att.); -(ε)ία as title, `highness' (pap.). -- 5. Adv. κάρτα `in a high degree, very' (Ion. and trag.). - 6. As 1. member often κραται- (καρται-), e.g. κραται-γύαλος `with strong breast-pieces' (T 361). Further Κρατι-, Καρτι- in PN, e.g. Κρατί-δημος, Καρτί-νικος; also Κρατ(ο)-, Κρατε- a. o. (Bechtel Hist. Personennamen 256). Hypocoristic short-names Κρατῖνος (Schwyzer 491, Chantraine Formation 205), Κρατύλος, Κράτυλλος (Leumann Glotta 32, 217 a. 225 A. 1), Κρατιεύς (Boßhardt Die Nom. auf -ευς 126). On Κρεσφόντης s. v. - 7. Verb: κρατέω (Il.), Aeol. κρετέω, aor. κρατῆσαι (posthom.), κρέτησαι (Sapph.), often with prefix, e.g. ἐπι-, κατα-, περι-, `controll, possess, rule, conquer'; with (ἐπι- etc.) κράτησις `power, rule' (Th., LXX), (δια-, ἐπι-) κρατητικός `controlling' (late), (δια-)κράτημα `support, grip' (medic.); κρατητής `possessor' (Procl.); κρατῆρας τοὺς κρατοῦντας H. for κρατητῆρας (Lewy KZ 59, 182). But ἐγκρατέω from ἐγ-κρατής, ναυ-κρατέω, -τία from ναυ-κρατής etc.; s. above. καρταίνειν κρατεῖν H. -- 8. On κρατευταί s. v.
Origin: IE [Indo-European] [??] *kret- `strength' [Pok. wrongly 531 *kar-!!]
Etymology: With the full grade in Aeol. κρέτος interchanges regularly the zero grade in κρατύς, κάρτα (on ρα : αρ Schwyzer 342). Through analogy arose both κράτος, κάρτος and the compp. κάρρων \< *κάρσ(σ)ων \< *κάρτι̯ων and κάρτων beside the old fullgrade κρέσσων \< *κρέτι̯ων; details in Seiler Steigerungsformen 53 ff. A zero grade of the σ-stem in κρέτος is supposed in Κρεσ-φόντης ( \< *Κρετσ-; Kretschmer Glotta 24, 237, Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 5, 26). - The relation of the forms is not always clear. The adjective κρατερός, καρτερός may conrain a alternating ρ-stem (Benveniste Origines 17, Leumann Hom. Wörter 115), if it is not an analogical innovation to κράτος, κρατέω (e.g. Schwyzer 482). The form Κρατι-, Καρτι-, which appears only in PN, will not be old (like e.g. in κυδι-άνειρα : κῦδος), but rest on analogy (after Άλκι-, Καλλι- a. o.; Frisk Nom. 70). On κάρτα cf. e.g. τάχα, ἅμα. The 1. member κραται- may have been built after παλαι- a. o.; and κραταιός after παλαιός? (cf. Schwyzer 448). Diff. Risch 117: κραταιός back formation to κραταιή for *κράταια, fem. to κρατύς (Πλαταιαί : πλατύς). Also κρατέω is discussed. Against the obvious explanation as denominative of κράτος (Schwyzer 724; κρατῆσαι only posthom.) see Leumann Hom. Wörter 113ff.; he assumes in κρατέω a backformation to ἐπικρατέω from ἐπι-κρατής (Hom. only adv. ἐπικρατέως). Again diff. Specht KZ 62, 35 ff. - An exact agreement to κράτος etc. is not found. Close are Skt. krátu- m. `power, mind, will', Av. xratu- m. `id.'. The objections that the Indo-Ir. word indicates primarily spiritual qualities ar refuted by OE cræft `Kraft, physical strength, power', also `insight, craft etc.'. The Germanic word for `hard', Got. hardus etc., which is usually adduced, differs in vowel (IE *kortú- against *kr̥tú- to *kret-). - Cf. Mayrhofer KEWA s. krátuh.
Page in Frisk: 2,8-10

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κράτος — strength neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • κράτος — το ους 1. οργανωμένη πολιτεία, οι αρχές, κυβέρνηση, διοίκηση. 2. δύναμη, ισχύς: Μεγάλο είναι το κράτος του νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατός — κρᾱτός , κράς head fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτος — Κράτης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”